- κοινολεκτικός
- -ή, -ό1. αυτός που λέγεται κοινώς, που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινή γλώσσα2. αυτός που είναι εύχρηστος στην καθομιλούμενη γλώσσα3. γραμμ. ο σχηματισμένος κατά τον τρόπο τής καθομιλούμενης γλώσσας, τού κοινού λόγου («κοινολεκτική έκφραση»).επίρρ...κοινολεκτικά και -κώςμε κοινολεκτικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κοσμά Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.